- παρακελευσματικός
- η , ό[ν] , παρακελευστικός, ή , ό[ν]1) увещевающий, подбадривающий; побуждающий, склоняющий или призывающий (к чему-л.); 2) грам, побудительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρακελευσματικός — ή, ό / παρακελευσματικός, ή, όν, ΝΜ [παρακέλευσμα, ατος] προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής νεοελλ. φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία… … Dictionary of Greek
παρακελευσματικά — παρακελευσματικός hortatory neut nom/voc/acc pl παρακελευσματικά̱ , παρακελευσματικός hortatory fem nom/voc/acc dual παρακελευσματικά̱ , παρακελευσματικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευσματικόν — παρακελευσματικός hortatory masc acc sg παρακελευσματικός hortatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευσματικοῦ — παρακελευσματικός hortatory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευσματικήν — παρακελευσματικός hortatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευσματικῶς — παρακελευσματικός hortatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… … Dictionary of Greek
παρακελευστικός — ή, ό / παρακελευστικός, ή, όν, ΝΑ [παρακελεύομαι] παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ ἀρετήν», Πλάτ.). επίρρ... παρακελευστικῶς Α με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά … Dictionary of Greek